ψαροπούλι

ψαροπούλι
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών.
* * *
το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσο-πούλι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψαροφάγος — ο, θηλ. ψαροφάγα, Ν 1. άτομο που τρώει ψάρια συχνά ή που τού αρέσουν τα ψάρια 2. ζωολ. το ψαροπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… …   Dictionary of Greek

  • ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”